- εντεκαμελής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που έχει έντεκα μέλη: Εντεκαμελής ορχήστρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έντεκα — οι, τα αριθμ. απόλ., άκλ. 1. ποσότητα από μια και δέκα μονάδες (11). 2. σε χρονολογίες αντιστοιχεί προς το τακτ. αριθμ. εντέκατος (ενδέκατος): Στις έντεκα Απριλίου (την εντέκατη ημέρα του). 3. σε ώρα ή ηλικία αντιστοιχεί επίσης προς το τακτ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)